Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
View word page
περιαλείφω
περιαλείφω fut. ψω to smear all over, anoint, Ar.
ShortDef
to smear all over, anoint
Debugging
Headword:
περιαλείφω
Headword (normalized):
περιαλείφω
Headword (normalized/stripped):
περιαλειφω
IDX:
25540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25569
Key:
perialei/fw
Data
{'content': 'περιαλείφω\n fut. ψω\n to smear all over, anoint, Ar.', 'key': 'perialei/fw'}