Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
View word page
περιακτέος
περιακτέος περιακτέος, ον, verb. adj. of περιάγω one must bring round, Plat.
ShortDef
one must bring round
Debugging
Headword:
περιακτέος
Headword (normalized):
περιακτέος
Headword (normalized/stripped):
περιακτεος
IDX:
25537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25566
Key:
periakte/os
Data
{'content': 'περιακτέος\n περιακτέος, ον,\n verb. adj. of περιάγω\n one must bring round, Plat.', 'key': 'periakte/os'}