Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
View word page
περιαιρετός
περιαιρετός περιαιρετός, ή, όν that may be taken off, Thuc.
ShortDef
that may be taken off
Debugging
Headword:
περιαιρετός
Headword (normalized):
περιαιρετός
Headword (normalized/stripped):
περιαιρετος
IDX:
25535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25564
Key:
periaireto/s
Data
{'content': 'περιαιρετός\n περιαιρετός, ή, όν\n that may be taken off, Thuc.', 'key': 'periaireto/s'}