Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
View word page
περιαγωγή
περιαγωγή περιᾰγωγή, ἡ, from περιάγω a going round, a revolution, Plat.
ShortDef
a going round, a revolution
Debugging
Headword:
περιαγωγή
Headword (normalized):
περιαγωγή
Headword (normalized/stripped):
περιαγωγη
IDX:
25533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25562
Key:
periagwgh/
Data
{'content': 'περιαγωγή\n περιᾰγωγή, ἡ,\n from περιάγω\n a going round, a revolution, Plat.', 'key': 'periagwgh/'}