Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
View word page
πέρδομαι
πέρδομαι to break wind, Lat. pedere, Ar.
ShortDef
to break wind, fart
Debugging
Headword:
πέρδομαι
Headword (normalized):
πέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
περδομαι
IDX:
25526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25555
Key:
pe/rdomai
Data
{'content': 'πέρδομαι\n to break wind, Lat. pedere, Ar.', 'key': 'pe/rdomai'}