Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
View word page
πέρδιξ
πέρδιξ .πέρδιξ, ῑκος, a partridge, Lat. perdix, Soph.
ShortDef
a partridge
Perdix, sister of Daedalus, mother of Talos
Debugging
Headword:
πέρδιξ
Headword (normalized):
πέρδιξ
Headword (normalized/stripped):
περδιξ
IDX:
25525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25554
Key:
pe/rdic
Data
{'content': 'πέρδιξ\n .πέρδιξ, ῑκος,\n a partridge, Lat. perdix, Soph.', 'key': 'pe/rdic'}