Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
View word page
περδικοτρόφος
περδικοτρόφος περδῑκο-τρόφος, ον, τρέφω keeping partridges, Strab.

ShortDef

keeping partridges

Debugging

Headword:
περδικοτρόφος
Headword (normalized):
περδικοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
περδικοτροφος
IDX:
25524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25553
Key:
perdikotro/fos

Data

{'content': 'περδικοτρόφος\n περδῑκο-τρόφος, ον,\n τρέφω\n keeping partridges, Strab.', 'key': 'perdikotro/fos'}