Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
περιαγής
περιαγνίζω
περιάγνυμι
περιάγω
περιαγωγεύς
View word page
Περγασή
Περγασή Περγᾰσή, ἡ, a deme of the φυλὴ Ἐρεχθηίς.

ShortDef

Pergase

Debugging

Headword:
Περγασή
Headword (normalized):
περγασή
Headword (normalized/stripped):
περγαση
IDX:
25522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25551
Key:
*pergash/

Data

{'content': 'Περγασή\n Περγᾰσή, ἡ,\n a deme of the φυλὴ Ἐρεχθηίς.', 'key': '*pergash/'}