Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
πέραν
περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρθω
View word page
πέρας
πέρας πέρᾰς, ᾰτος, εος, τό, πέρα an end, limit, boundary, ἐκ περάτων γῆς Thuc. an end, finish, οὐ π. ἔχων κακῶν Eur.; πέρας ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος Dem. an end, completion, Luc. as adv., like τέλος, at length, at last, Aeschin., etc.

ShortDef

an end, limit, boundary

Debugging

Headword:
πέρας
Headword (normalized):
πέρας
Headword (normalized/stripped):
περας
IDX:
25517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25545
Key:
pe/ras

Data

{'content': 'πέρας\n πέρᾰς, ᾰτος, εος, τό,\n πέρα\n an end, limit, boundary, ἐκ περάτων γῆς Thuc.\n an end, finish, οὐ π. ἔχων κακῶν Eur.; πέρας ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος Dem.\n an end, completion, Luc.\n as adv., like τέλος, at length, at last, Aeschin., etc.', 'key': 'pe/ras'}