Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περαίνω
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
πέραν
περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
View word page
πέρασις
πέρασις πέρᾱσις, εως, περάω a crossing, βίου πέρασις passage from life to death, Soph.

ShortDef

a crossing

Debugging

Headword:
πέρασις
Headword (normalized):
πέρασις
Headword (normalized/stripped):
περασις
IDX:
25516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25544
Key:
pe/rasis

Data

{'content': 'πέρασις\n πέρᾱσις, εως,\n περάω\n a crossing, βίου πέρασις passage from life to death, Soph.', 'key': 'pe/rasis'}