Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέραθεν
περαίη
περαίνω
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
πέραν
περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
περδικοτρόφος
View word page
πέρα
πέρα πέρα, ἡ, v. πέραν sub fin.
ShortDef
beyond, across
the land across
Debugging
Headword:
πέρα
Headword (normalized):
πέρα
Headword (normalized/stripped):
περα
IDX:
25514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25542
Key:
pe/ra2
Data
{'content': 'πέρα\n πέρα, ἡ,\n v. πέραν sub fin.', 'key': 'pe/ra2'}