Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποίθησις
πέπων
πέραθεν
περαίη
περαίνω
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
πέραν
περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
περάω
View word page
περαίωσις
περαίωσις περαίωσις, εως, περαιόω a carrying over, Strab.
ShortDef
a carrying over
Debugging
Headword:
περαίωσις
Headword (normalized):
περαίωσις
Headword (normalized/stripped):
περαιωσις
IDX:
25510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25538
Key:
perai/wsis
Data
{'content': 'περαίωσις\n περαίωσις, εως,\n περαιόω\n a carrying over, Strab.', 'key': 'perai/wsis'}