περαίτερος
περαίτερος
περαίτερος, α, ον
πέρα
beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading further, Pind.
adv. περαιτέρω, further, Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc.
c. gen., τῶνδε καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, Soph.