Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέπλος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποίθησις
πέπων
πέραθεν
περαίη
περαίνω
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
πέραν
περαντικός
πέρα
πέρα
περάσιμος
πέρασις
πέρας
πέρατος
περατός
View word page
περαίτερος
περαίτερος περαίτερος, α, ον πέρα beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading further, Pind. adv. περαιτέρω, further, Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc. c. gen., τῶνδε καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, Soph.

ShortDef

beyond

Debugging

Headword:
περαίτερος
Headword (normalized):
περαίτερος
Headword (normalized/stripped):
περαιτερος
IDX:
25509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25537
Key:
perai/teros

Data

{'content': 'περαίτερος\n περαίτερος, α, ον\n πέρα\n beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading further, Pind.\n adv. περαιτέρω, further, Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc.\n c. gen., τῶνδε καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, Soph.', 'key': 'perai/teros'}