Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
πέπερι
πεπλασμένως
πέπλος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποίθησις
View word page
πέος
πέος πέος, ος, εος, τό, membrum virile, Ar., etc.

ShortDef

penis

Debugging

Headword:
πέος
Headword (normalized):
πέος
Headword (normalized/stripped):
πεος
IDX:
25492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25520
Key:
pe/os

Data

{'content': 'πέος\n πέος, ος, εος, τό,\n membrum virile, Ar., etc.', 'key': 'pe/os'}