Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
πέπερι
πεπλασμένως
πέπλος
πέπλωμα
πέπνυμαι
View word page
πεντώρυγος
πεντώρυγος πεντ-ώρυγος, ον, Attic form of πεντόργυιος, Xen.
ShortDef
of five fathoms (ca. 30 feet)
Debugging
Headword:
πεντώρυγος
Headword (normalized):
πεντώρυγος
Headword (normalized/stripped):
πεντωρυγος
IDX:
25491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25519
Key:
pentw/rugos
Data
{'content': 'πεντώρυγος\n πεντ-ώρυγος, ον,\n Attic form of πεντόργυιος, Xen.', 'key': 'pentw/rugos'}