Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
πέπερι
πεπλασμένως
πέπλος
View word page
πέντοζος
πέντοζος πέντ-οζος, ον, like πεντάοζος, with five branches: Hes. calls the hand πέντοζον, the five-branch.
ShortDef
with five branches
Debugging
Headword:
πέντοζος
Headword (normalized):
πέντοζος
Headword (normalized/stripped):
πεντοζος
IDX:
25489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25517
Key:
pe/ntozos
Data
{'content': 'πέντοζος\n πέντ-οζος, ον,\n like πεντάοζος, with five branches: Hes. calls the hand πέντοζον, the five-branch.', 'key': 'pe/ntozos'}