Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
πέπερι
πεπλασμένως
View word page
πεντήρης
πεντήρης (sc. ναῦς) , a quinquereme, Hdt.:—so, πεντηρικὸν, πλοῖον, σκάφος Polyb.:—v. τριήρης.

ShortDef

a quinquereme

Debugging

Headword:
πεντήρης
Headword (normalized):
πεντήρης
Headword (normalized/stripped):
πεντηρης
IDX:
25488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25516
Key:
penth/rhs

Data

{'content': 'πεντήρης\n (sc. ναῦς) , a quinquereme, Hdt.:—so, πεντηρικὸν, πλοῖον, σκάφος Polyb.:—v. τριήρης.', 'key': 'penth/rhs'}