Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
πέπερι
View word page
πεντηκοστύς
πεντηκοστύς πεντηκοστύς, ύος, ἡ, πεντήκοντα a number of fifty, esp. as a division of the Spartan army, Thuc.; κατὰ πεντηκοστῦς (acc. pl.) Xen.
ShortDef
a number of fifty
Debugging
Headword:
πεντηκοστύς
Headword (normalized):
πεντηκοστύς
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστυς
IDX:
25487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25515
Key:
penthkostu/s
Data
{'content': 'πεντηκοστύς\n πεντηκοστύς, ύος, ἡ,\n πεντήκοντα\n a number of fifty, esp. as a division of the Spartan army, Thuc.; κατὰ πεντηκοστῦς (acc. pl.) Xen.', 'key': 'penthkostu/s'}