Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
πέπειρος
View word page
πεντηκοστός
πεντηκοστός πεντηκοστός, ή, όν πεντήκοντα fiftieth, Plat. as Subst., ἡ πεντηκοστή, (sc. μερίς) , at Athens the duty of one-fiftieth, or two per cent., on all exports and imports, Oratt.; εὕρηκε καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν he invented a new two per cent. duty, in lieu of his cavalry service, i. e. paid this instead of it, Dem. (sc. ἡμέρα) , the fiftieth day (after the Passover), Pentecost, NTest.

ShortDef

fiftieth

Debugging

Headword:
πεντηκοστός
Headword (normalized):
πεντηκοστός
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστος
IDX:
25486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25514
Key:
penthkosto/s

Data

{'content': 'πεντηκοστός\n πεντηκοστός, ή, όν\n πεντήκοντα\n fiftieth, Plat.\n as Subst., ἡ πεντηκοστή, \n (sc. μερίς) , at Athens the duty of one-fiftieth, or two per cent., on all exports and imports, Oratt.; εὕρηκε καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν he invented a new two per cent. duty, in lieu of his cavalry service, i. e. paid this instead of it, Dem.\n (sc. ἡμέρα) , the fiftieth day (after the Passover), Pentecost, NTest.', 'key': 'penthkosto/s'}