Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
πεπαίνω
πέπανος
πεπαρεῖν
View word page
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστολόγος πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.
ShortDef
a collector of the tax
Debugging
Headword:
πεντηκοστολόγος
Headword (normalized):
πεντηκοστολόγος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστολογος
IDX:
25485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25513
Key:
penthkostolo/gos
Data
{'content': 'πεντηκοστολόγος\n πεντηκοστο-λόγος, ὁ,\n λέγω\n a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.', 'key': 'penthkostolo/gos'}