πεντηκοντούτης
πεντηκοντούτης
πεντηκοντ-ούτης, ες
contr. for πεντηκονταέτης
fifty years old, Plat.
{
"content": "πεντηκοντούτης\n πεντηκοντ-ούτης, ες\n contr. for πεντηκονταέτης\n fifty years old, Plat.",
"key": "penthkontou/ths"
}