Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
πέος
View word page
πεντηκοντούτης
πεντηκοντούτης πεντηκοντ-ούτης, ες contr. for πεντηκονταέτης fifty years old, Plat.
ShortDef
fifty years old
Debugging
Headword:
πεντηκοντούτης
Headword (normalized):
πεντηκοντούτης
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντουτης
IDX:
25482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25510
Key:
penthkontou/ths
Data
{'content': 'πεντηκοντούτης\n πεντηκοντ-ούτης, ες\n contr. for πεντηκονταέτης\n fifty years old, Plat.', 'key': 'penthkontou/ths'}