Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντώρυγος
View word page
πεντηκόντορος
πεντηκόντορος (sc. ναῦς) , a ship of burden with fifty oars, Pind., Eur., Thuc.
ShortDef
a ship of burden with fifty oars
Debugging
Headword:
πεντηκόντορος
Headword (normalized):
πεντηκόντορος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντορος
IDX:
25481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25509
Key:
penthko/ntoros
Data
{'content': 'πεντηκόντορος\n (sc. ναῦς) , a ship of burden with fifty oars, Pind., Eur., Thuc.', 'key': 'penthko/ntoros'}