Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντετριάζομαι
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
View word page
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόγυος πεντηκοντό-γυος, ον, γύα of fifty acres of corn-land, Il.

ShortDef

of fifty acres of grain-land

Debugging

Headword:
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized):
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντογυος
IDX:
25479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25507
Key:
penthkonto/guos

Data

{'content': 'πεντηκοντόγυος\n πεντηκοντό-γυος, ον,\n γύα\n of fifty acres of corn-land, Il.', 'key': 'penthkonto/guos'}