Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
View word page
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχέω πεντηκονταρχέω, fut. -ήσω to be a πεντηκόνταρχος, Dem.

ShortDef

to be πεντηκόνταρχος

Debugging

Headword:
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized):
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταρχεω
IDX:
25476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25504
Key:
penthkontarxe/w

Data

{'content': 'πεντηκονταρχέω\n πεντηκονταρχέω,\n fut. -ήσω\n to be a πεντηκόνταρχος, Dem.', 'key': 'penthkontarxe/w'}