πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχέω,
fut. -ήσω
to be a πεντηκόνταρχος, Dem.
{
"content": "πεντηκονταρχέω\n πεντηκονταρχέω,\n fut. -ήσω\n to be a πεντηκόνταρχος, Dem.",
"key": "penthkontarxe/w"
}