Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντεπικαιδέκατος
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
View word page
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακάρηνος πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, κάρηνον fifty-headed, Hes.

ShortDef

fifty-headed

Debugging

Headword:
πεντηκοντακάρηνος
Headword (normalized):
πεντηκοντακάρηνος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντακαρηνος
IDX:
25473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25501
Key:
penthkontaka/rhnos

Data

{'content': 'πεντηκοντακάρηνος\n πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον,\n κάρηνον\n fifty-headed, Hes.', 'key': 'penthkontaka/rhnos'}