Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιπεντηκονταετής
πέντε
πεντεπικαιδέκατος
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
πεντήκοντα
πεντηκονταρχέω
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
View word page
πεντετριάζομαι
πεντετριάζομαι πεντε-τριάζομαι, Dep. to conquer five times, Anth.

ShortDef

to conquer five times

Debugging

Headword:
πεντετριάζομαι
Headword (normalized):
πεντετριάζομαι
Headword (normalized/stripped):
πεντετριαζομαι
IDX:
25469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25497
Key:
pentetria/zomai

Data

{'content': 'πεντετριάζομαι\n πεντε-τριάζομαι,\n Dep. to conquer five times, Anth.', 'key': 'pentetria/zomai'}