Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πενταφυής
πένταχα
πενταχοῦ
πεντεκαιδεκαναΐα
πεντεκαίδεκα
πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιπεντηκονταετής
πέντε
πεντεπικαιδέκατος
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντάπαις
View word page
πεντεσύριγγος
πεντεσύριγγος πεντε-σύριγγος (ῠ), ον, σῦριγξ with five holes, ξύλον π. a pillory, furnished with five holes, through which the head, arms, and legs of criminals were passed, Ar.

ShortDef

with five holes

Debugging

Headword:
πεντεσύριγγος
Headword (normalized):
πεντεσύριγγος
Headword (normalized/stripped):
πεντεσυριγγος
IDX:
25464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25492
Key:
pentesu/riggos

Data

{'content': 'πεντεσύριγγος\n πεντε-σύριγγος (ῠ), ον,\n σῦριγξ\n with five holes, ξύλον π. a pillory, furnished with five holes, through which the head, arms, and legs of criminals were passed, Ar.', 'key': 'pentesu/riggos'}