Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πένταιχμος
πεντακισμύριοι
πεντάκις
πεντακισχίλιοι
πεντακοσιάρχης
πεντακόσιοι
πεντακοσιομέδιμνος
πεντακοσιοστός
πεντακυμία
πενταμερής
πενταπάλαιστος
πεντάπηχυς
πενταπλάσιος
πεντάρραγος
πενταρχία
πεντασπίθαμος
πεντάς
πενταστάδιος
πεντάστιχος
πεντάστομος
πεντάτευχος
View word page
πενταπάλαιστος
πενταπάλαιστος πεντᾰ-πάλαιστος, or -πάλαστος, ον, five handbreadths wide, long, Xen.
ShortDef
five handbreadths wide, long
Debugging
Headword:
πενταπάλαιστος
Headword (normalized):
πενταπάλαιστος
Headword (normalized/stripped):
πενταπαλαιστος
IDX:
25443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25471
Key:
pentapa/lastos
Data
{'content': 'πενταπάλαιστος\n πεντᾰ-πάλαιστος, or -πάλαστος, ον,\n five handbreadths wide, long, Xen.', 'key': 'pentapa/lastos'}