Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεντάζωνος
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακισμύριοι
πεντάκις
πεντακισχίλιοι
πεντακοσιάρχης
πεντακόσιοι
πεντακοσιομέδιμνος
πεντακοσιοστός
πεντακυμία
πενταμερής
πενταπάλαιστος
πεντάπηχυς
πενταπλάσιος
πεντάρραγος
πενταρχία
πεντασπίθαμος
πεντάς
πενταστάδιος
View word page
πεντακοσιοστός
πεντακοσιοστός πεντᾰκοσιοστός, ή, όν the five-hundredth, one of 500, Ar.
ShortDef
the five-hundredth, one of 500
Debugging
Headword:
πεντακοσιοστός
Headword (normalized):
πεντακοσιοστός
Headword (normalized/stripped):
πεντακοσιοστος
IDX:
25440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25468
Key:
pentakosiosto/s
Data
{'content': 'πεντακοσιοστός\n πεντᾰκοσιοστός, ή, όν\n the five-hundredth, one of 500, Ar.', 'key': 'pentakosiosto/s'}