Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πεντάζωνος
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακισμύριοι
πεντάκις
πεντακισχίλιοι
πεντακοσιάρχης
πεντακόσιοι
πεντακοσιομέδιμνος
πεντακοσιοστός
πεντακυμία
πενταμερής
View word page
πένταθλος
πένταθλος πέντ-αθλος, Ionic -άεθλος, ὁ, one who practises the πένταθλον or conquers therein, Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.

ShortDef

one who practises the pentathlon

Debugging

Headword:
πένταθλος
Headword (normalized):
πένταθλος
Headword (normalized/stripped):
πενταθλος
IDX:
25432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25460
Key:
pe/ntaqlos

Data

{'content': 'πένταθλος\n πέντ-αθλος, Ionic -άεθλος, ὁ,\n one who practises the πένταθλον or conquers therein, Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.', 'key': 'pe/ntaqlos'}