Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πεντάζωνος
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακισμύριοι
πεντάκις
πεντακισχίλιοι
πεντακοσιάρχης
View word page
πενταέτηρος
πενταέτηρος πεντα-έτηρος, ον, ἔτος poetic for πενταετής five years old, Hom.
ShortDef
five years old
Debugging
Headword:
πενταέτηρος
Headword (normalized):
πενταέτηρος
Headword (normalized/stripped):
πενταετηρος
IDX:
25427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25455
Key:
pentae/thros
Data
{'content': 'πενταέτηρος\n πεντα-έτηρος, ον,\n ἔτος\n poetic for πενταετής\n five years old, Hom.', 'key': 'pentae/thros'}