Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πεντάζωνος
πένταθλον
View word page
πενιχραλέος
πενιχραλέος πενιχρᾰλέος, η, ον, collat. form of πενιχρός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πενιχραλέος
Headword (normalized):
πενιχραλέος
Headword (normalized/stripped):
πενιχραλεος
IDX:
25421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25449
Key:
penixrale/os
Data
{'content': 'πενιχραλέος\n πενιχρᾰλέος, η, ον,\n collat. form of πενιχρός, Anth.', 'key': 'penixrale/os'}