Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πενταετηρίς
πενταέτηρος
View word page
πενθικός
πενθικός πενθῐκός, ή, όν πένθος of or for mourning, mournful:—adv., πενθικῶς ἔχειν τινός to be in mourning for a person, Xen.

ShortDef

of or for mourning, mournful

Debugging

Headword:
πενθικός
Headword (normalized):
πενθικός
Headword (normalized/stripped):
πενθικος
IDX:
25417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25445
Key:
penqiko/s

Data

{'content': 'πενθικός\n πενθῐκός, ή, όν\n πένθος\n of or for mourning, mournful:—adv., πενθικῶς ἔχειν τινός to be in mourning for a person, Xen.', 'key': 'penqiko/s'}