Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πενταετηρίς
View word page
πενθητήρ
πενθητήρ πενθητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, πενθέω a mourner, Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτρια, she who mourns for evils, Eur.

ShortDef

a mourner

Debugging

Headword:
πενθητήρ
Headword (normalized):
πενθητήρ
Headword (normalized/stripped):
πενθητηρ
IDX:
25416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25444
Key:
penqhth/r

Data

{'content': 'πενθητήρ\n πενθητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ,\n πενθέω\n a mourner, Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτρια, she who mourns for evils, Eur.', 'key': 'penqhth/r'}