Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πένομαι
πενταδραχμία
View word page
πενθήρης
πενθήρης πενθ-ήρης, ες *ἄρω lamenting, mourning, Eur.

ShortDef

lamenting, mourning

Debugging

Headword:
πενθήρης
Headword (normalized):
πενθήρης
Headword (normalized/stripped):
πενθηρης
IDX:
25414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25442
Key:
penqh/rhs

Data

{'content': 'πενθήρης\n πενθ-ήρης, ες\n *ἄρω\n lamenting, mourning, Eur.', 'key': 'penqh/rhs'}