Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
πενία
View word page
πένθημα
πένθημα πένθημα, ατος, τό, lamentation, mourning, Aesch., Eur.
ShortDef
lamentation, mourning
Debugging
Headword:
πένθημα
Headword (normalized):
πένθημα
Headword (normalized/stripped):
πενθημα
IDX:
25410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25438
Key:
pe/nqhma
Data
{'content': 'πένθημα\n πένθημα, ατος, τό,\n lamentation, mourning, Aesch., Eur.', 'key': 'pe/nqhma'}