Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
πένθιμος
πένθος
View word page
πενθέω
πενθέω πένθος to bewail, lament, mourn for, Il.; πενθεῖν τινὰ ὡς τεθνεῶτα Hdt., etc.:—Pass. to be mourned for, Isocr.
ShortDef
to bewail, lament, mourn for
Debugging
Headword:
πενθέω
Headword (normalized):
πενθέω
Headword (normalized/stripped):
πενθεω
IDX:
25409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25437
Key:
penqe/w
Data
{'content': 'πενθέω\n πένθος\n to bewail, lament, mourn for, Il.; πενθεῖν τινὰ ὡς τεθνεῶτα Hdt., etc.:—Pass. to be mourned for, Isocr.', 'key': 'penqe/w'}