Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
πενθητήρ
πενθικός
View word page
πενθερά
πενθερά fem. of πενθερός a mother-in-law, Lat. socrus, Dem.

ShortDef

a mother-in-law

Debugging

Headword:
πενθερά
Headword (normalized):
πενθερά
Headword (normalized/stripped):
πενθερα
IDX:
25407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25435
Key:
penqera/

Data

{'content': 'πενθερά\n fem. of πενθερός\n a mother-in-law, Lat. socrus, Dem.', 'key': 'penqera/'}