Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
πενθητήριος
View word page
πενθαλέος
πενθαλέος πενθᾰλέος, η, ον, sad, mourning, Anth.

ShortDef

sad, mourning

Debugging

Headword:
πενθαλέος
Headword (normalized):
πενθαλέος
Headword (normalized/stripped):
πενθαλεος
IDX:
25405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25433
Key:
penqale/os

Data

{'content': 'πενθαλέος\n πενθᾰλέος, η, ον,\n sad, mourning, Anth.', 'key': 'penqale/os'}