Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεμπταῖος
πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερος
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθήρης
View word page
πενητοκόμος
πενητοκόμος πενητο-κόμος, ον, κομέω tending the poor, Anth.

ShortDef

tending the poor

Debugging

Headword:
πενητοκόμος
Headword (normalized):
πενητοκόμος
Headword (normalized/stripped):
πενητοκομος
IDX:
25404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25432
Key:
penhtoko/mos

Data

{'content': 'πενητοκόμος\n πενητο-κόμος, ον,\n κομέω\n tending the poor, Anth.', 'key': 'penhtoko/mos'}