Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπταῖος
πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
πένθεια
πενθερά
View word page
πεμπτός
πεμπτός πεμπτός, ή, όν verb. adj. sent, Thuc. from πέμπω
ShortDef
sent
Debugging
Headword:
πεμπτός
Headword (normalized):
πεμπτός
Headword (normalized/stripped):
πεμπτος
IDX:
25397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25425
Key:
pempto/s
Data
{'content': 'πεμπτός\n πεμπτός, ή, όν\n verb. adj.\n sent, Thuc.\n from πέμπω', 'key': 'pempto/s'}