Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπταῖος
πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
πενητοκόμος
πενθαλέος
View word page
πεμπτέος
πεμπτέος πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω to be sent, Luc. πεμπτέον, one must send, Xen.

ShortDef

to be sent

Debugging

Headword:
πεμπτέος
Headword (normalized):
πεμπτέος
Headword (normalized/stripped):
πεμπτεος
IDX:
25395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25423
Key:
pempte/os

Data

{'content': 'πεμπτέος\n πεμπτέος, η, ον,\n verb. adj. of πέμπω\n to be sent, Luc.\n πεμπτέον, one must send, Xen.', 'key': 'pempte/os'}