Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπταῖος
πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
πεμπώβολον
πέμπω
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πένης
View word page
πεμπαστής
πεμπαστής πεμπαστής, οῦ, ὁ, πεμπάζω one who counts: used as a Verbal c. acc., μύρια π. reviewing by tens of thousands, Aesch.

ShortDef

one who counts

Debugging

Headword:
πεμπαστής
Headword (normalized):
πεμπαστής
Headword (normalized/stripped):
πεμπαστης
IDX:
25393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25421
Key:
pempasth/s

Data

{'content': 'πεμπαστής\n πεμπαστής, οῦ, ὁ,\n πεμπάζω\n one who counts: used as a Verbal c. acc., μύρια π. reviewing by tens of thousands, Aesch.', 'key': 'pempasth/s'}