Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπταῖος
πεμπτέος
πέμπτος
πεμπτός
View word page
πέλωρος
πέλωρος πέλωρος, α, ον πέλωρ monstrous, prodigious, huge, gigantic, with collat. notion of terrible, like πελώριος, Hom., Hes.:—neut. pl. as adv., πέλωρα βιβᾷ he strides gigantic, Hhymn.

ShortDef

monstrous, prodigious, huge, gigantic

Debugging

Headword:
πέλωρος
Headword (normalized):
πέλωρος
Headword (normalized/stripped):
πελωρος
IDX:
25387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25415
Key:
pe/lwros

Data

{'content': 'πέλωρος\n πέλωρος, α, ον\n πέλωρ\n monstrous, prodigious, huge, gigantic, with collat. notion of terrible, like πελώριος, Hom., Hes.:—neut. pl. as adv., πέλωρα βιβᾷ he strides gigantic, Hhymn.', 'key': 'pe/lwros'}