Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
View word page
πέλυξ
πέλυξ πέλυξ, υκος, a kind of axe, Babr.

ShortDef

axe

Debugging

Headword:
πέλυξ
Headword (normalized):
πέλυξ
Headword (normalized/stripped):
πελυξ
IDX:
25383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25411
Key:
pe/luc

Data

{'content': 'πέλυξ\n πέλυξ, υκος,\n a kind of axe, Babr.', 'key': 'pe/luc'}