Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
πεμπάζω
πεμπάς
View word page
πελτοφόρος
πελτοφόρος πελτο-φόρος, ον, φέρω bearing a target, Xen.

ShortDef

bearing a target

Debugging

Headword:
πελτοφόρος
Headword (normalized):
πελτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πελτοφορος
IDX:
25382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25410
Key:
peltofo/ros

Data

{'content': 'πελτοφόρος\n πελτο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing a target, Xen.', 'key': 'peltofo/ros'}