πελταστικός
πελταστικός
from πελταστής
πελταστικός, ή, όν
skilled in the use of the πέλτη, like a targeteer, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art or skill of a targeteer, Plat.: τὸ -κόν, οἱ πελτασταί, Xen. —Sup. adv., πελταστικώτατα quite in the manner of πελτασταί, in the best style, Xen.