Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
πεμπάδαρχος
View word page
πελταστικός
πελταστικός from πελταστής πελταστικός, ή, όν skilled in the use of the πέλτη, like a targeteer, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art or skill of a targeteer, Plat.: τὸ -κόν, οἱ πελτασταί, Xen. —Sup. adv., πελταστικώτατα quite in the manner of πελτασταί, in the best style, Xen.

ShortDef

skilled in the use of the πέλτη

Debugging

Headword:
πελταστικός
Headword (normalized):
πελταστικός
Headword (normalized/stripped):
πελταστικος
IDX:
25380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25408
Key:
peltastiko/s

Data

{'content': 'πελταστικός\n from πελταστής\n πελταστικός, ή, όν\n skilled in the use of the πέλτη, like a targeteer, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art or skill of a targeteer, Plat.: τὸ -κόν, οἱ πελτασταί, Xen. —Sup. adv., πελταστικώτατα quite in the manner of πελτασταί, in the best style, Xen.', 'key': 'peltastiko/s'}