Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελιδνός
πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
πέμμα
View word page
πελταστής
πελταστής πελταστής, οῦ, ὁ, πελτάζω one who bears a light shield (πέλτη) instead of the heavy ὅπλον, a targeteer, Lat. cetratus, Eur., Thuc., etc. The peltasts held a place between the ὁπλῖται and ψιλοί.

ShortDef

one who bears a light shield

Debugging

Headword:
πελταστής
Headword (normalized):
πελταστής
Headword (normalized/stripped):
πελταστης
IDX:
25379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25407
Key:
peltasth/s

Data

{'content': 'πελταστής\n πελταστής, οῦ, ὁ,\n πελτάζω\n one who bears a light shield (πέλτη) instead of the heavy ὅπλον, a targeteer, Lat. cetratus, Eur., Thuc., etc. The peltasts held a place between the ὁπλῖται and ψιλοί.', 'key': 'peltasth/s'}