Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πέλωρ
View word page
πελτάζω
πελτάζω πελτάζω, fut. -σω πέλτη to serve as a targeteer, Xen.
ShortDef
to serve as a targeteer
Debugging
Headword:
πελτάζω
Headword (normalized):
πελτάζω
Headword (normalized/stripped):
πελταζω
IDX:
25378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25406
Key:
pelta/zw
Data
{'content': 'πελτάζω\n πελτάζω,\n fut. -σω\n πέλτη\n to serve as a targeteer, Xen.', 'key': 'pelta/zw'}