Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πελεκῖνος
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
View word page
Πελοποννήσιος
Πελοποννήσιος Peloponnesian, inhabitant of the Peloponnese, Hdt., etc.
ShortDef
Peloponnesian (of people)
Debugging
Headword:
Πελοποννήσιος
Headword (normalized):
πελοποννήσιος
Headword (normalized/stripped):
πελοποννησιος
IDX:
25374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25402
Key:
*peloponnh/sioi
Data
{'content': 'Πελοποννήσιος\n Peloponnesian, inhabitant of the Peloponnese, Hdt., etc.', 'key': '*peloponnh/sioi'}